- θῶσθαι
- θῶσθαι,A = δαίνυσθαι, εὐωχεῖσθαι ([dialect] Dor.), A.Fr.49, EM461.1; cf. θῶται· εὐθηνεῖται, θοινᾶται, and θῶνται· θοινῶνται κτλ., Hsch.: [tense] fut.
θωσούμεθα Epich.139
: [tense] aor. 1 inf. θώσασθαι· εὐωχηθῆναι, Hsch.:— [voice] Pass., θωθῆναι· φαγεῖν, γεύσασθαι, Id.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.